φατσάρω

φατσάρω
φατσάρισα
1. εμφανίζω (βλ. λ.).
2. (ναυτ.), πέφτω πάνω στην μπροστινή όψη των πανιών του πλοίου (για άνεμο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φατσάρω — Ν [φάτσα] 1. εμφανίζω 2. ναυτ. (για άνεμο) φουσκώνω τα ιστία πλοίου φυσώντας από μπροστά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”